- ρωτακίζω
- -ισα1. μεταχειρίζομαι το φθόγγο ρ αντίγια άλλον.2. προφέρω εσφαλμένα το φθόγγο ρ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρωτακίζω — ΝΑ προφέρω συχνά τον φθόγγο ρ στη θέση άλλου φθόγγου νεοελλ. 1. γλωσσ. χαρακτηρίζομαι από ρωτακισμό 2. ιατρ. προφέρω λανθασμένα τον φθόγγο ρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, κατά το αμάρτυρο ρ. *ἰωτακίζω (πρβλ. ἰωτακισμός)] … Dictionary of Greek
ῥωτακίζειν — ῥωτακίζω rostrum pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωτακισμός — (Ιατρ.). Διαταραχή του λόγου εξαιτίας μερικού τραυλισμού, που έχει ως συνέπεια την προφορά του ρ ως γ. Στην ελληνική γλώσσα, όπου το ρ έχει αδρή προφορά, ο ρ. είναι έκδηλος στους ενήλικες. Στην παιδική ηλικία, οπότε το ρ προφέρεται τελευταίο από… … Dictionary of Greek